- παράκρημνος
- παράκρημνοςsteep at the sidemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράκρημνος — ον, Α 1. (για χείλος γκρεμού) κρημνώδης στα πλάγια, απότομος 2. (γενικά) απόκρημνος («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», Πλούτ.) 3. (για ποτάμι) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος, κατά κρημνος)] … Dictionary of Greek
παράκρημνον — παράκρημνος steep at the side masc/fem acc sg παράκρημνος steep at the side neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρήμνου — παράκρημνος steep at the side masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρήμνους — παράκρημνος steep at the side masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρήμνων — παράκρημνος steep at the side masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκρημνα — παράκρημνος steep at the side neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)